- χηνοβόσκια
- χηνοβόσκιονplace for feeding geeseneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χηνοβοσκία — ἡ, Α [χηνοβοσκός] η χηνοτροφία … Dictionary of Greek
χηνοβοσία — ἡ, Α η χηνοβοσκία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + βοσία (< βοτος < βόσκω), πρβλ. γερανο βοσία] … Dictionary of Greek
Πανοπολίτης — Ένας από τους νομούς της αρχαίας Αιγύπτου, όπου βρισκόταν και η πόλη Πανόπολη. Στο νομό αυτό βρίσκονταν και οι μεγάλοι οικισμοί Λεπιδωτών πόλις (σήμερα Μεσάγιεχ), Χηνοβοσκία (σήμερα Κασρ αλ Σαγιάντ) και Καινή (σήμερα Κένα). Έχουν σωθεί νομίσματά… … Dictionary of Greek